- αναβρακάτος
- η , ο1) см. ανασκουμπωμένος; 2) драчливый, задиристый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναβρακάτος — η, ο 1. με ανασηκωμένα τα βρακιά, ανασκουμπωμένος, μαχητικός «κόκορας αναβρακάτος και σιδερομουστακάτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + βρακάτος] … Dictionary of Greek